μονόκαννος

μονόκαννος
-η, -ο
1. (για όπλο) αυτός που έχει μία κάννη
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόκαννο
όπλο το οποίο έχει μία μόνο κάννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -καννος (< κάννη), πρβλ. δί-καννος. Η λ., στο ουδ. μονόκαννον, μαρτυρείται από το 1866 στο περ. Χρυσαλλίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”